- ἀντικτυποῦντος
- ἀντικτυπέωring in responsepres part act masc/neut gen sg (attic epic doric)ἀντικτυπέωring in responsepres part act masc/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιχτυπώ — κ. κτυπώ ( άω) (AM ἀντικτυπῶ, έω) συγκρούομαι «ἀντικτυποῡντος τοῡ πρώτου τῷ δευτέρῳ» (Π. Ανθ.), «όπου οι κλώνοι αντικτυπούν» (Σολωμός) νεοελλ. χτυπώ, πλήττω μσν. αντηχώ … Dictionary of Greek